ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόμπωμα (ουσ. ουδ.) κόμbωμα [ˈkomboma] Αραβαν. κόμbουμα [ˈkombuma] Φάρασ. κούμbουμα [ˈkumbuma] Μισθ. Μεσν. ουσ. κόμπωμα = απάτη, το οπ. από πρώιμ. μεσν. κόμβωμα.
Εξαπάτηση, απάτη ό.π.τ. Συνών. γέλασμα :4
Τροποποιήθηκε: 06/03/2025