κόμπωμα
(ουσ. ουδ.)
κόμbωμα
[ˈkomboma]
Αραβαν.
κόμbουμα
[ˈkombuma]
Φάρασ.
κούμbουμα
[ˈkumbuma]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. κόμπωμα = απάτη, το οπ. από πρώιμ. μεσν. κόμβωμα.