ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομπωτής (ουσ. αρσ.) κομbωτσ̑ής [komboˈtʃis] Αραβαν. Πληθ. κοbπωτσ̑ήρε [komboˈtʃire] Αραβαν. Από το νεότ. ουσ. κομπωτής = απατεώνας, το οπ. από το ρ. κομπώνω και το παραγωγ. επίθμ. -της, με προστριβοποίηση του [t] πριν από το πρόσθιο [i]. Λανθασμένη η ετυμολόγηση του Dawkins (1916:611) από το αρχ. κομπαστής.