κομπωτής
(ουσ. αρσ.)
κομbωτσ̑ής
[komboˈtʃis]
Αραβαν.
Πληθ.
κοbπωτσ̑ήρε
[komboˈtʃire]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. κομπωτής = απατεώνας, το οπ. από το ρ. κομπώνω και το παραγωγ. επίθμ. -της, με προστριβοποίηση του [t] πριν από το πρόσθιο [i]. Λανθασμένη η ετυμολόγηση του Dawkins (1916:611) από το αρχ. κομπαστής.
Απατεώνας
Συνών.
γαλπαζάνος :1, κομπωσιάρης, τσιντάρ