κομσουλούκι
(ουσ. ουδ.)
γοντσ̑ιλίχι
[ɣonˈtʃiliçi]
Φάρασ.
γομσουλούχ'
[ɣomsuˈlux]
Σίλ.
Από το τουρκ. komşuluk =γειτόνεμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. konşuluk.
Γειτονιά
ό.π.τ.
:
Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γουμσουλούχ' μας
(Να μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς μας, να μιλήσουμε στην γειτονιά μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.