ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομσουλούκι (ουσ. ουδ.) γοντσ̑ιλίχι [ɣonˈtʃiliçi] Φάρασ. γομσουλούχ' [ɣomsuˈlux] Σίλ. Από το τουρκ. komşuluk =γειτόνεμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. konşuluk.
Γειτονιά ό.π.τ. : Nα μαζευτούμ' ούλα μας τα γαβούμια, να λαήσουμι γουμσουλούχ' μας (Να μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς μας, να μιλήσουμε στην γειτονιά μας) Σίλ. -Κωστ.Σ.