κομπωσιάρης
(ουσ. αρσ.)
κουμbουσ̑άρους
[kumbuˈʃarus]
Μαλακ.
Από το ρ. κομπώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Απατεώνας, ψεύτης
Συνών.
γαλπαζάνος :1, γιαλαντζής, κομπωτής, ψεματάς, ψεματιάρης, ψεύτης