ψεματιάρης
(επίθ.)
ψεματιάρ'
[psemaˈtçar]
Αξ.
ψεματιάρους
[psemaˈtçarus]
Μαλακ.
Από το ουσ. ψέμα (θ. ψεματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Πβ. και μεσν. επίθ. ψεματάρης.