αψέλωμα
(ουσ. ουδ.)
αψέλωμα
[aˈpseloma]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ψήλωμα, με [i] > [e] και προθετ. α- κατά το ψηλός, όπου και τύπ. αψελός.