ψαχνωμένος
(επίθ.)
Θηλ.
ψεχνωμέν'
[psexnoˈmen]
Σινασσ.
Πβ. ν.ε. διαλεκτ. μτχ. ψαχνωμένος = που έχει ψαχνά, παχουλός (Λέσβος), η οπ. από το ουσ. ψαχνό, όπου και καππ. τύπ. ψεχνό, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω (μτχ. -μένος).
1. Παχουλή γυναίκα
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024