ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαχνωμένος (επίθ.) Θηλ. ψεχνωμέν' [psexnoˈmen] Σινασσ. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. μτχ. ψαχνωμένος = που έχει ψαχνά, παχουλός (Λέσβος), η οπ. από το ουσ. ψαχνό, όπου και καππ. τύπ. ψεχνό, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω (μτχ. -μένος).
1. Παχουλή γυναίκα Σινασσ.
2. Πόρνη, εταίρα Σινασσ. Συνών. καχμπέσα :1, κούρβα, οροσπού, πουτάνα, σκρόφα :2
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024