καχμπέσα
(ουσ. θηλ.)
κ̔αχμπέσα
[kʰaxˈbesa]
Φάρασ.
qαχμπέσα
[qaxˈbesa]
Φάρασ.
γαχπέσα
[ɣaxˈpesa]
Φάρασ.
αγαχμπέσα
[aɣaxˈbesa]
Φάρασ.
'αχμπέσα
[axˈbesa]
Φάρασ.
'αbέσα
[aˈbesa]
Τελμ.
γαχπέ
[ɣaxˈpe]
Φάρασ.
γαχπα̈́
[ɣaxˈpæ]
Αφσάρ.
γαχπα̈́ς
[ɣaxˈpæs ]
Αφσάρ.
γαχπα̈́σα
[ɣaxˈpæsa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. kahpe (< αραβ. ḳaḥba(t)) = ανήθικη γυναίκα, πόρνη, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. ḳaḥbe (Tietze 2016, kahbe/kahpe). O τύπ. 'αχμπέσα από το κ̔αχμπέσα με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου από τα δύο υπερωικά. Ο τύπ. 'αμπέσα με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος. Ο τύπ. αγαχμπέσα από τον τύπ. 'αχμπέσα με εκφραστικό αναδιπλ.
1. Πόρνη
ό.π.τ.
:
Ήdουνε τζ̑αι 'τζ̑εί σο χωρίο α κ͑αχμπέσα. Πήγεν ατζ̑εί ση κ͑αχμπέσα· δώτζ̑εν 'κατό λίρες να ιδεί το γερού τον γκοβντά τ'ς
(Υπήρχε και μιά πόρνη στο χωριό. Πήγε σ' εκείνη την πόρνη· της έδωσε εκατό για να δει το μισό σώμα της)
Φάρασ.
-Dawk.
Μο d’ έν άγου φσ̑άχι κόρ' σου αγαχμπέσα
(Η κόρη σου οργίαζε με έναν άλλο νεαρό)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
οροσπού, πουτάνα, σκρόφα
2. παλιογυναίκα, γύναιο
:
Έφεν ντα ατσ̑είνο η καχμπέσα· 'α σε φάγει τσ̑ι εσένα
(Έφαγε εκείνον (τον αδελφό σου) η παλιογυναίκα· θα σε φάει κι εσένα)
Φάρασ.
-Dawk.