ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεγκέρι (ουσ. ουδ.) κανgάρι [kaŋˈgari] Σινασσ., Φάρασ. κ͑ανgάρι [kʰaŋˈgari] Αφσάρ. κ͑ενgέρι [kʰenˈɟeri] Μισθ. κενgέρ' [cenˈɟer] Μαλακ., Ουλαγ. κενκέρ' [cenˈcer] Φλογ. κινgάρι [ciŋˈgari] Φάρασ. Θηλ. κ͑άγgαρα [ˈkʰaŋgara] Φάρασ. γανγάλι [ɣaŋˈɣali] Φάρασ. γανgάλ' [ɣaŋˈgal] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. kenger = α) αγριοαγγινάρα β) διαλεκτ., γαϊδουράγκαθο, όπου και διαλεκτ. τύπ. kengel και kangal (< Περσ. kangar = αγκινάρα, πβ. αρχ. κινάρα) (Tietze 2016, kenger/kenker/kengir/kengel/gengel ΙΙ / genger, THADS, λ. kangal I). Πβ. γαλγάνι
Η αγριοαγγινάρα (Cynara cardunculus), είδος μαστιχοφόρου μονοετούς φυτού, του οποίου ο βλαστός είναι εδώδιμος με θεραπευτικές ιδιότητες (απ’ αυτόν εξήγαν ένα είδος τσίχλας και ένα υποκατάστατο του καφέ) ό.π.τ.