κεζάπι
(ουσ. ουδ.)
κ͑εζάπι
[kʰeˈzapi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kezzap (< περσ. tīzāb) = υδροχλωρικό οξύ. Η λ. σε πολλά βόρεια ιδιώμ.
Ισχυρό διαβρωτικό και τοξικό οξύ, άλλοτε υδροχλωρικό (HCl) και άλλοτε νιτρικό (ΗΝΟ3).