κεκίκ
(ουσ. ουδ.)
κεκίκι
[ceˈcici]
Φάρασ.
κεκίκ'
[ceˈcik]
Φλογ.
κ͑εκίτ
[kʰeˈcit]
Ανακ.
κ͑εκούτ
[kʰeˈkut]
Μισθ.
κακίτ'
[kacit]
Δίλ.
Πληθ.
κ͑ακ͑ούτια
[kʰaˈkʰutça]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kekik = θυμάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kekit και kakut (THADS, λ. kakut, kekit).
1. To φυτό thymus vulgaris, θυμάρι
Ανακ., Μισθ.
2. Δυόσμος
Δίλ., Φάρασ.
3. Ρίγανη
Φλογ.