ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεκίκ (ουσ. ουδ.) κεκίκι [ceˈcici] Φάρασ. κεκίκ' [ceˈcik] Φλογ. κ͑εκίτ [kʰeˈcit] Ανακ. κ͑εκούτ [kʰeˈkut] Μισθ. κακίτ' [kacit] Δίλ. Πληθ. κ͑ακ͑ούτια [kʰaˈkʰutça] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. kekik = θυμάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kekit και kakut (THADS, λ. kakut, kekit).
1. To φυτό thymus vulgaris, θυμάρι Ανακ., Μισθ.
2. Δυόσμος Δίλ., Φάρασ.
3. Ρίγανη Φλογ.