κελέσα
(επίρρ.)
κ͑ελέσ̑α
[kʰeˈleʃa]
Φάρασ.
κ͑α̈λα̈́σ̑α
[kʰæˈlæʃa]
Αφσάρ.
κελέτσ̑ενε
[celetʃene]
Ουλαγ.
Aπό το επίθ. κελέσης και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ωραία, καλά
ό.π.τ.