κελλί
(ουσ. ουδ.)
κελλί
[ceˈli]
Σίλ.
κ͑έλ'
[kʰel]
Τροχ.
Από το μεταγν. ουσ. κελλίον.
Υπόγεια αποθήκη, κελλάρι
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025