ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελλάρι (ουσ. ουδ.) κελλάρι [ceˈlari] Σίλ., Σινασσ., Φλογ. κελλάρ' [ceˈlar'] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ. κιλλάρι [ciˈlari] Φκόσ. κιλλάρ' [ciˈlar] Αραβ. κα̈λλα̈́ρ' [kæˈlær] Τροχ., Τσαρικ. κα̈λλάρ' [cæˈlar] Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. κελλέρ' [ceˈler] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ. κ͑ελλέρ’ [kʰeˈler] Ανακ., Αξ., Μισθ., Τροχ. κεράρ' [ceˈrar] Αξ. κερέρι [ceˈreri] Κίσκ. κερέρ' [ceˈrer] Ανακ., Αξ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ. κ͑αράρ [kʰaˈrar] Ανακ. Πληθ. κερέρε [ceˈrere] Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. κελλάριον. Οι τύπ. κελλάρι και κελλέρι μεσν. Ο τύπ. κερέρι αντιδάν. μέσω του τουρκ. διαλεκτ. kerer (THADS, λ. kerer II).
1. Υπόγεια αποθήκη τροφίμων ό.π.τ. : Ἐdεκε εμίρ να μουν ντο κελλέρ' (Έδωσε διαταγή να μπούν στο υπόγειο) Ουλαγ. -Κεσ. Μάϊξαμ' σου κα̈λλάρ' φαήμαδα (Μαζεύαμε στο κελλάρι τρόφιμα) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Κόψε κομμάτ' κερί και σέμα στο κελλάρι
σέμα στο κελλάρι και φώτ’σε το φανάρι μ'
(Kόψε κομμάτι κερί και μπες στο κελλάρι μπες στο κελλάρι και φώτισε με το φανάρι μου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Συνών. καταφύγι, κοφτός, φοσσί
β. Υπόγειος στάβλος για τα ζώα Γούρδ., Τελμ.
2. Υπόγειο καταφύγιο Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τζαλ., Τσαρικ., Φερτάκ. : Σέμεν 'ς το κελλέρ' να κρυβισ̑τεί (Μπήκε στο κελλάρι για να κρυφτεί) Αξ. -Dawk. Μόλις ερόδαν Τούρτσ̑' σου χωριό μας τεαμέαρ μαίνιξαν σα κιαλλάρια μέσα (Μόλις ερχόνταν Τούρκοι στο χωριό μας, οι δικοί μας έμπαιναν μέσα στα κελλάρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μούλλουναν σα κιαλλάρια (Κρύβονταν στα κελλάρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. Υπόγεια, τρωγλοδυτική κατοικία εν αντιθέσει προς την υπέργεια Μισθ. : Άλλος είσ̑ι κιαλλάρια, άλλος είσ̑ι σπίτια, ντέ 'δαν ούλου κιαλλάρια (Άλλος είχε υπόγειο σπίτι, άλλος υπέργειο, δεν ήταν όλο υπόγεια ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Φυσική σπηλιά Αραβαν., Κίσκ., Φκόσ.
Συνών. καταφύγι