κεμανές
(ουσ. αρσ.)
κεμανές
[cemaˈnes]
Σατ., Φάρασ.
κ͑εμανής
[kʰemaˈnis]
Φάρασ.
κεμανί
[cemaˈni]
Μαλακ., Σίλ.
κεμενί
[cemeˈni]
Αραβ.
κα̈μα̈να̈́
[kæmæˈnæ]
Μισθ.
Θηλ.
κιάμανα
[ˈcamana]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kemane = βιολί. O τύπ. κεμανί πιθ. με επίδρ. του τουρκ. kemani = λυράρης.
Bιολί ή λύρα
ό.π.τ.
:
Μόνο είχαν κιάμανα, 'νταρά όργανα τίδα αλλά ντέν είχαμ' τσ̑όδι
(Είχαν μόνο κεμανέ, άλλα τέτοια όργανα δεν είχαμε τότε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑άλντα μι τ’ γκιάμανα σ'
(Παίξε την λύρα σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑άλντανι κιάμανα, ούλα μπιουρούκτιζαν χόριβαν
(Έπαιζε ο κεμανές, όλοι μαζεύονταν, χόρευαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
H τσ̑οιλία του τσ̑αλντεί κ͑εμανίς
(Η κοιλιά του παίζει λύρα˙ η κοιλιά του γουργουρίζει από την πείνα)
-Λουκ.Λουκ.