ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεμανές (ουσ. αρσ.) κεμανές [cemaˈnes] Σατ., Φάρασ. κ͑εμανής [kʰemaˈnis] Φάρασ. κεμανί [cemaˈni] Μαλακ., Σίλ. κεμενί [cemeˈni] Αραβ. κα̈μα̈να̈́ [kæmæˈnæ] Μισθ. Θηλ. κιάμανα [ˈcamana] Μισθ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kemane = βιολί. O τύπ. κεμανί πιθ. με επίδρ. του τουρκ. kemani = λυράρης.
Bιολί ή λύρα ό.π.τ. : Μόνο είχαν κιάμανα, 'νταρά όργανα τίδα αλλά ντέν είχαμ' τσ̑όδι (Είχαν μόνο κεμανέ, άλλα τέτοια όργανα δεν είχαμε τότε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τσ̑άλντα μι τ’ γκιάμανα σ' (Παίξε την λύρα σου) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑άλντανι κιάμανα, ούλα μπιουρούκτιζαν χόριβαν (Έπαιζε ο κεμανές, όλοι μαζεύονταν, χόρευαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. H τσ̑οιλία του τσ̑αλντεί κ͑εμανίς (Η κοιλιά του παίζει λύρα˙ η κοιλιά του γουργουρίζει από την πείνα) -Λουκ.Λουκ.