κέμπε
(ουσ. ουδ.)
κ͑έbε
[ˈkʰebe]
Σίλ.
Πιθ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kebe = α) χοντρή τσόχα β) τσόχινο σακάκι γ) τσόχινη κουβέρτα, δ) τσόχινο χαλί, το οποίο από το ιταλ. ουσ. cappa μέσω της ελλ. (Tietze 1955: 223, Tietze 2016, λ. kebe).
Kιλίμι