κεντάρι
(ουσ. ουδ.)
κενdάρ'
[cenˈdar]
Ανακ., Σίλατ.
γκενdάρ'
[ɟenˈdar]
Μαλακ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. κέντριον = α) βουκέντρα β) νυστέρι, όπου και μεταγν. τύπ. κέντιον και το υποκορ. επίθμ. - άρι .
Πβ.
κεντίδι