ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεντάρι (ουσ. ουδ.) κενdάρ' [cenˈdar] Ανακ., Σίλατ. γκενdάρ' [ɟenˈdar] Μαλακ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. κέντριον = α) βουκέντρα β) νυστέρι, όπου και μεταγν. τύπ. κέντιον και το υποκορ. επίθμ. - άρι . Πβ. κεντίδι
Κεντρί μέλισσας ό.π.τ. : Tα κοντέδια δεν έχ̇ισ̑καν κενdάρ', δεν κένdαναν (Οι κηφήνες δεν είχαν κεντρί, δεν τσιμπούσαν) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. καρτζί, κεντίδι, τσουζένι