ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεντί (αντων.) κενdί κενdινέ [cenˈdi cendiˈne] Φάρασ. κενdί κενdινα̈́ [cenˈdi cendiˈnæ] Φάρασ. κενdί κενdιμέ [cenˈdi cendiˈme] Φλογ. Από την τουρκ. οριστ. αντων. kendi, συνήθ. στην συνεκφ. kendi-kendine.
Aυτοπαθής και οριστική αντωνυμία, ο ίδιος, ο εαυτός μου ό.π.τ. : Δώτσ̑ιν κενdί κενdινέ (Χτύπησε ο ίδιος τον εαυτό του, χτυπήθηκε μόνος του) Φάρασ. -Αναστασ. Κενdί κενdιμί ποίκα τη ζεμία (Την ζημιά την έκανα ο ίδιος στον εαυτό μου) Φάρασ. -Αναστασ. Κενdί κενdινέ έργατα μη φτένεις (Μην κάνεις δουλειές από μόνος σου) Φερτάκ. -Αναστασ. Κενdί κένdινα̈́ μας 'μείς τίπους τζ̑ο ποίκαμι (Από μόνοι μας δεν κάναμε τίποτα) Φάρασ. -Αναστασ. Κενdί κενdιμέ και γέλασα (Γέλασα μόνος μου, μέσα μου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Κενdί πασ̑ινά (< τουρκ. kendi başına˙ του κεφαλιού του, μόνος του) Φάρασ. -Αναστασ.