ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεπαζελίκι (ουσ. ουδ.) κ̇επ͑εζελίχ̇ι [kʰepʰezeˈlixi] Φάρασ. κ̇α̈π͑α̈ζα̈λίχ̇ι [kʰæpʰæzæˈlixi] Αφσάρ. κεπεζελίχ' [cepezeˈlix] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kepazelik = ατίμωση.
Ατίμωση, εξευτελισμός ό.π.τ. : 'γάλια παθαίνομ' ετό το κεπεζελίχ', κι ύστερα γλυτωμό δεν έχω ασ' τον άνdρα μ' (Αλίμονο μην τυχόν πάθουμε αυτό το ρεζιλίκι, και ύστερα γλυτωμό δεν έχω απ' τον άντρα μου) Σινασσ. -Λεύκωμα