κεραμίτι
(ουσ. ουδ.)
κιρεμίτ'
[cireˈmit]
Ουλαγ.
κερεμίτ'
[cereˈmit]
Σινασσ.
κεραμίτ'
[ceraˈmit]
Σινασσ.
κιραμίτ'
[ciraˈmit]
Μισθ.
κεραμίdζι
[ceraˈmidzi]
Γούρδ.
κεραμίρι
[ceraˈmiri]
Σίλ.
κ͑ερεμίdζι
[kʰereˈmidzi]
Σίλ.
Πληθ.
κερεμίρια
[cereˈmirʝa]
Σίλ.
Αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. kiremit (όπου και παλαιότ. τύπ. keremid, kiremid) = κεραμίδι (< μεσν. κεραμίδιν < μεταγν. κεραμίδιον).
Κεραμίδι
ό.π.τ.
:
Τσ̑ακώχαν ντα κιραμίτια τσι αχτίζ' σπιτιού ντου ντώμα
(Έσπασαν τα κεραμίδια και στάζει η σκεπή του σπιτιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσ'καμ' ένα κ͑ερεμίdζι
(Βάλαμε ένα κεραμίδι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα κάτες μιλέκνουν στα κεραμίτια
(Οι γάτες τσακώνονται στα κεραμίδια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.