κεραμίτι
(ουσ. ουδ.)
κιρεμίτ'
[cireˈmit]
Ουλαγ.
κερεμίτ'
[cereˈmit]
Αξ., Σινασσ.
κεραμίτ'
[ceraˈmit]
Σινασσ.
κιραμίτ'
[ciraˈmit]
Μισθ.
κεραμίτζι
[ceraˈmidzi]
Γούρδ.
κεραμίρι
[ceraˈmiri]
Σίλ.
κ͑ερεμίτζι
[kʰereˈmidzi]
Σίλ.
Πληθ.
κερεμίρια
[cereˈmirʝa]
Σίλ.
Αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. kiremit (όπου και παλαιότ. τύπ. keremid, kiremid) = κεραμίδι (< μεσν. κεραμίδιν < μεταγν. κεραμίδιον).
Κεραμίδι
ό.π.τ.
:
Τσ̑ακώχαν ντα κιραμίτια τσι αχτίζ' σπιτιού ντου ντώμα
(Έσπασαν τα κεραμίδια και στάζει η σκεπή του σπιτιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσ'καμ' ένα κ͑ερεμίτζι
(Βάλαμε ένα κεραμίδι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα κάτες μιλέκνουν στα κεραμίτια
(Οι γάτες τσακώνονται στα κεραμίδια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τζαμί παίισ̑καμ’: κερεμίτια τσ̑ακωμένα, σ̑άσ̑καμ’ λίγο μικρά, το ένα πάνω 'ς τ’ άλλο, και μ’ εκείνο το τόπ’ που σ̑άσ̑καμ’ κούνdειναμ’ τις να το ρίψ’
(Παίζαμε τζαμί: κεραμίδια σπασμένα, τα κάναμε λίγο μικρά, το ένα πάνω στ' άλλο, και μ' εκείνο το μπαλάκι που φτιάχναμε, ρίχναμε κάποιος να τις ρίξει κάτω)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 15/07/2025