ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεραμίτι (ουσ. ουδ.) κιρεμίτ' [cireˈmit] Ουλαγ. κερεμίτ' [cereˈmit] Σινασσ. κεραμίτ' [ceraˈmit] Σινασσ. κιραμίτ' [ciraˈmit] Μισθ. κεραμίdζι [ceraˈmidzi] Γούρδ. κεραμίρι [ceraˈmiri] Σίλ. κ͑ερεμίdζι [kʰereˈmidzi] Σίλ. Πληθ. κερεμίρια [cereˈmirʝa] Σίλ. Αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. kiremit (όπου και παλαιότ. τύπ. keremid, kiremid) = κεραμίδι (< μεσν. κεραμίδιν < μεταγν. κεραμίδιον).
Κεραμίδι ό.π.τ. : Τσ̑ακώχαν ντα κιραμίτια τσι αχτίζ' σπιτιού ντου ντώμα (Έσπασαν τα κεραμίδια και στάζει η σκεπή του σπιτιού) Μισθ. -Κοτσαν. Έσ'καμ' ένα κ͑ερεμίdζι (Βάλαμε ένα κεραμίδι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα κάτες μιλέκνουν στα κεραμίτια (Οι γάτες τσακώνονται στα κεραμίδια) Σινασσ. -Τακαδόπ.