κερατάς
(ουσ. αρσ.)
κερατάς
[ceraˈtas]
Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
τσ̑ερατἀς
[tʃeraˈtas]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑αρατάς
[tʃaraˈtas]
Φάρασ.
Πληθ.
τζαρατάδε
[dzaraˈtaðe]
Φκόσ.
Μεσν. ουσ. κερατάς. Πβ. και τουρκ. kerata, kârata, δάν. από την ελλ. (Tietze 2016, λ. kerata).
1. Σαλιγκάρι ή γυμνοσάλιαγκας
Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Τρώνκαμε τσ̑αι χαλβάδε, σάμου πουάνκανε τσ̑αρατάδε τσ̑αι παχπούσε, σερέσε, γλουκάχανα, βρισέλινα
(Τρώγαμε (την Σαρακοστή) και χαλβάδες, όταν πουλάγανε σαλιγκάρια και βολβούς, τσιρίσια, γλυκολάχανα, αγριοσέλινα)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
|| Παροιμ.
Έφαες τσ̑αρατάδες, ’φήτσ̑ες τα γαλνταλάδε
(Έφαγες τα σαλιγκάρια, άφησες τα κελύφη˙ για εκείνους που κρατούν τα καλύτερα και αφήνουν τα άχρηστα για τους άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Κερατά τα τα, πιάσ' τα 'τιά σου και στα
(Κερατά τα τα, πιάσε τ' αφτιά σου και στάσου (παιδικό))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
φούσκαρας
2. Κερατάς, παλιάνθρωπος
Φάρασ.