ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερβάνης (ουσ. αρσ.) κερβάνης [cerˈvanis] Αξ. κερβάν' [cerˈvan] Αξ., Φάρασ. Από το ουσ. κερβάνι και το παραγωγ. επίθμ. -ης.
Αρχηγός καραβανιού ό.π.τ. : Το σπίτ' τ' κερβάν' (Το σπίτι του αρχηγού του καραβανιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κερβάνης aζ ντουλειά τ' πολύ μεμνόν 'ντov (O αρχηγός του καραβανιού ήταν πολύ ευχαριστημένος από την δουλειά της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κερβαντσής