κερβάνης
(ουσ. αρσ.)
κερβάνης
[cerˈvanis]
Αξ.
κερβάν'
[cerˈvan]
Αξ., Φάρασ.
Από το ουσ. κερβάνι και το παραγωγ. επίθμ. -ης.
Αρχηγός καραβανιού
ό.π.τ.
:
Το σπίτ' τ' κερβάν'
(Το σπίτι του αρχηγού του καραβανιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κερβάνης aζ ντουλειά τ' πολύ μεμνόν 'ντov
(O αρχηγός του καραβανιού ήταν πολύ ευχαριστημένος από την δουλειά της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κερβαντσής