κερεστετζής
(ουσ. αρσ.)
κερεστεdζής
[ceresteˈdzis]
Τροχ.
Νεότ. ουσ. κερεστετζής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. keresteci = ξυλέμπορος. Η λ. ως επών. σε επιγρ. έτ. 1567 από το Γκέλβερι/Καρβάλη (Φαρασόπουλος 1895: 73).
Έμπορος ξυλείας