ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κέρκελα (ουσ. θηλ.) κιάρκιαλα [ˈcarcala] Μισθ. κια̈́ρκα̈λα̈ [ˈcærcælæ] Μισθ. κ͑έρκελε [ˈkʰerkʰele] Μισθ. Πιθ. σχετίζεται με το ουσ. κερκέλλι ή με το ουσ. καύκαλο. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. καρκάλα, κάρκαλο = κρανίο (αρχείο ΙΛΝΕ).
1. Αυχένας, σβέρκος : Χέκιν ντου φσ̑άχ' ’ς κιάρκιαλα τ’ (Έβαλε το παιδί του στον σβέρκο του) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γούβα, γουντούφα, συνξύνα, σφονδύλι :1, σφόνδυλος :2
2. Ως επίρρ., καβάλα στον σβέρκο Μισθ.