κερούλι
(ουσ. ουδ.)
κερούλι
[ceˈruli]
Ανακ.
κερούλ'
[ceˈrul]
Αξ.
Πληθ.
κερούλια
[ceˈruʎa]
Ουλαγ., Ποτάμ.
Από το μεσν. ουσ. κηρούλλιον/κηρούλιον (< λατιν. cerula) = κερί.
2. Κεράκι
Ανακ., Ποτάμ.
:
Ήφτω το κερούλι
(Ανάβω το κεράκι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.