ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερούλι (ουσ. ουδ.) κερούλι [ceˈruli] Ανακ. κερούλ' [ceˈrul] Αξ. Πληθ. κερούλια [ceˈruʎa] Ουλαγ., Ποτάμ. Από το μεσν. ουσ. κηρούλλιον/κηρούλιον (< λατιν. cerula) = κερί.
1. Κλωστή για κερί ό.π.τ. Συνών. κερόραμμα, κεροστούπι, φιτίλι :1
2. Κεράκι Ανακ., Ποτάμ. : Ήφτω το κερούλι (Ανάβω το κεράκι) Ανακ. -Κωστ.Α.