κες
(ουσ. ουδ.)
κ͑ες̑
[kʰeʃ]
Μισθ.
κιας
[cas]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kes = α) άχυρο β) σιτάρι που μένει κατά το λίχνισμα (THADS, λ. kes I, II). Για την μεταβολή της σημ. ‘στάχυ (που μένει μετά το αλώνισμα)’ στην σημ. 'αλώνι', πβ. χαρμάνι ‘σπόρος σιταριού’ > ‘αλώνισμα’ > ‘αλώνι’.
1. Στάχυα
2. Αλώνι
Συνών.
αλώνι :1, χαρμάνι :2
3. Πλατεία
:
Βγαίνιξαμ' σου γκιας να χορέψουν μ’
(Βγαίναμε στην πλατεία για να χορέψουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αλώνι :6, μεϊντάνι :1