μεϊντάνι
(ουσ. ουδ.)
μεϊdάνι
[meiˈdani]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
μεϊdάν'
[meiˈdan]
Αξ., Ουλαγ.
μεϊdέν'
[meiʹden]
Τελμ.
μεϊτάνι
[meiʹtani]
Φάρασ.
μεϊτάν'
[meiʹtan]
Τροχ., Φλογ.
Μεσν. ουσ. μεϊντάνι, το οπ. από το τουρκ (< αραβ.) ουσ. meydan = α) πλατεία β) αρένα, γήπεδο γ) ο γύρω κόσμος. Η λ. σε μεσν. κείμ. από την Καππ., πβ. «Στο μεϊντάνι σταφύλια, παντού φαγιά» (Δέδες 1993: 19).
1. Δημόσιος χώρος, πλατεία
Καππ.
:
Πατισ̑άχης τσ̑η ναίκα τ' πήρεν ντο, και πήγεν ντο σο μεϊντέν γερί
(Ο βασιλιάς πήρε την γυναίκα του και την πήγε στο δημόσιο χώρο)
Τελμ.
-Dawk.
Σου μεϊντάν' κανείς ντε νι
(Έξω δεν είναι κανείς)
Μισθ.
-Μακρ.
Τζάπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι γιά σην εκκλεσία 'μπέσου βρίσκιν κάμα
(Όπου και να βρισκόταν, σε εξωτερικό χώρο ή μέσα στην εκκλησία, έβριζε άσκημα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Βγαίνω στο μεϊdάν'
(Βγαίνω σε δημόσιο πεδίο, χώρο˙ εμφανίζομαι, αποκαλύπτομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Μέση
ό.π.τ.
:
Ντράν'σε κι ντο μεϊντάν έν' άβια
(Είδε ότι στην μέση υπήρχαν κυνήγια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αφήνισ̑καν το δίσκο σο μεϊτάν'
(Άφηναν τον δίσκο στη μέση)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ξέβεν σο μεϊτάν'
(Βγήκε στη μέση)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Ερημιά
Μισθ., Ουλαγ.
:
'πόμει μοναχό τ' σου μεϊντάν'
(Απέμεινε μοναχός του στην ερημιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Όπ' να πομνείς ντα μεϊντάνια
(Που να μείνεις στις ερημιές˙ αρά, είθε να μείνεις, έρημος, μόνος)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, τεγινέ
4. Ως επίρρ., φανερά, στην φόρα
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Χι̂ρσι̂ζλι̂́κ γέβ'κι μεϊdάνι
(Η κλεψιά βγήκε στην φόρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6