ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊντάνι (ουσ. ουδ.) μεϊdάνι [meiˈdani] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. μεϊdάν' [meiˈdan] Αξ., Ουλαγ. μεϊdέν' [meiʹden] Τελμ. μεϊτάνι [meiʹtani] Φάρασ. μεϊτάν' [meiʹtan] Τροχ., Φλογ. Μεσν. ουσ. μεϊντάνι, το οπ. από το τουρκ (< αραβ.) ουσ. meydan = α) πλατεία β) αρένα, γήπεδο γ) ο γύρω κόσμος. Η λ. σε μεσν. κείμ. από την Καππ., πβ. «Στο μεϊντάνι σταφύλια, παντού φαγιά» (Δέδες 1993: 19).
1. Δημόσιος χώρος, πλατεία Καππ. : Πατισ̑άχης τσ̑η ναίκα τ' πήρεν ντο, και πήγεν ντο σο μεϊντέν γερί (Ο βασιλιάς πήρε την γυναίκα του και την πήγε στο δημόσιο χώρο) Τελμ. -Dawk. Σου μεϊντάν' κανείς ντε νι (Έξω δεν είναι κανείς) Μισθ. -Μακρ. Τζάπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι γιά σην εκκλεσία 'μπέσου βρίσκιν κάμα (Όπου και να βρισκόταν, σε εξωτερικό χώρο ή μέσα στην εκκλησία, έβριζε άσκημα) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Βγαίνω στο μεϊdάν' (Βγαίνω σε δημόσιο πεδίο, χώρο˙ εμφανίζομαι, αποκαλύπτομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Μέση ό.π.τ. : Ντράν'σε κι ντο μεϊντάν έν' άβια (Είδε ότι στην μέση υπήρχαν κυνήγια) Ουλαγ. -Κεσ. Αφήνισ̑καν το δίσκο σο μεϊτάν' (Άφηναν τον δίσκο στη μέση) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Ξέβεν σο μεϊτάν' (Βγήκε στη μέση) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
3. Ερημιά Μισθ., Ουλαγ. : 'πόμει μοναχό τ' σου μεϊντάν' (Απέμεινε μοναχός του στην ερημιά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Όπ' να πομνείς ντα μεϊντάνια (Που να μείνεις στις ερημιές˙ αρά, είθε να μείνεις, έρημος, μόνος) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. γαριπιά, γαριπλίκι :2, γιαζί, γιαμπάνι :1, τεγινέ
4. Ως επίρρ., φανερά, στην φόρα Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Χι̂ρσι̂ζλι̂́κ γέβ'κι μεϊdάνι (Η κλεψιά βγήκε στην φόρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6