μεϊχόρ
(ουσ. αρσ.)
μεϊχόρ
[meiˈxor]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. meyhar/ meyhor = μέθυσος
Μεθύστακας
:
Ηύρε α σουqουqτζ̑ής, α μεϊχόρ
(Βρήκε έναν αργόσχολο, έναν μεθύστακα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
σερσερής :4