ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊχόρ (ουσ. αρσ.) μεϊχόρ [meiˈxor] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. meyhar/ meyhor = μέθυσος
Μεθύστακας : Ηύρε α σουqουqτζ̑ής, α μεϊχόρ (Βρήκε έναν αργόσχολο, έναν μεθύστακα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. σερσερής :4
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025