μέθυσμα
(ουσ. ουδ.)
μέρυσμα
[ˈmerizma]
Αραβαν., Γούρδ.
μέυσμα
[ˈmeizma]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. μέθυσμα.
Μέθη, μεθύσι
ό.π.τ.