μέγερσεμ
(σύνδ.)
μέγερσεμ
[ˈmeʝersem]
Αξ.
μέρισαμ
[ˈmerisam]
Φάρασ.
μέερσαμ
[ʹmeersam]
Αραβαν., Φάρασ.
μέρισεμ
[ˈmerisem]
Μαλακ.
μέρσεμ
[ʹmersem]
Φάρασ.
μέρσαμ
[ʹmersam]
Αραβαν., Τσουχούρ.
μεερίσε
[meeˈrise]
Ουλαγ.
μέρισα
[ˈmerisa]
Φάρασ.
μα̈́ρισα̈μ
[ˈmærisæm]
Αφσάρ., Φάρασ.
μάαριμ
[ʹmaarim]
Μισθ.
μάαριμα
[ʹmaarima]
Μισθ.
Από τον τουρκ. σύνδ. meğerse = όπως φαίνεται, ωστόσo, όπου και τύπ. meğersem (Tietze 2019, λ. meğerse ΙΙ /meğersem).
Πβ.
μεράμ
Όπως φαίνεται, μάλλον
ό.π.τ.
:
Εμείς ποτε γκελετζεύουμ', τ' αληbίκ-κα ξέβεν απ' εκεί 'σ' το τ͑υρπί 'εφ'χεν, μέγερσεν το κ͑ερέρ' είχεν ντυό τ͑υρπιά, το' να εμείς το σέμαμ'
(Εκεί που μιλούσαμε μείς, η αλεπού βγήκε από την τρύπα, όπως φαίνεται το υπόγειο κρησφύγετο είχε δύο τρύπες και εμείς δεν το ξέραμε)
Αξ.
-Μαυροχ.
Μέρισαμ το φσ̑όκκο νεκρούdουνε στην πένdζ̑ερα
(Φαίνεται όμως ότι το παιδί κρυφάκουγε στο παράθυρο)
Φάρασ.
-Dawk.
Μέρισα ο Θεός νανώστην τα κα ατό τα έργατα
(Όπως φαίνεται, ο Θεός τα σκέφτηκε καλά αυτά τα έργα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μέρσεμ ατό το μέλι τζ̑ο θέκναν τα σου τρώγκαν ατσείνα τα τάσα πέσου, με θέκναν τα σου στσ̑υλού το τσανάχι
(Άρα λοιπόν αυτό το μέλι δεν το έβαζαν στα πιάτα όπου έτρωγαν εκείνοι, αλλά το έβαζαν στη γαβάθα του σκύλου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Άφεριμ σο ’λαχτόρι! Μέρισα έσ̑ει πολύ χ̇ίλι μέρισα!
(Εύγε στον πετεινό! Άρα, έχει πολύ μυαλό, όπως φαίνεται)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Tουγά ιτό ου κλάτσ̑' τσ̑όουν τσ̑αού μααριμά
(Ε να αυτό το παιδί ήταν εδώ, προφανώς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου τοκάν' περνά, αραΐζ'· σ̑άνοικσιν αχτσιά μάαριμ αράϊζι
(Στο καφενείο περνάει, ψάχνει· έκανε έτσι, προφανώς (κάποιον) έψαχνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.