μεζάτι
(ουσ. ουδ.)
μεζάτ͑ι
[meˈzatʰi]
Φάρασ.
μεζάτ'
[meˈzat]
Σινασσ.
μεζέτ'
[meˈzet]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. μεζάτι (Λεξ. Βυζ., Λεξ. Δημητρ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mezat = δημοπρασία, όπου και διαλεκτ. τύπ. mezet. Η λ. και Πόντ.
Δημοπρασία
ό.π.τ.
:
Ξέβαλάν το σο μεζέτ'
(Το έβγαλαν στον πλειστηριασμό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361