μεγούτσικος
(επίθ.)
μεγούσκου
[meˈɣusku]
Φάρασ.
Από το επίθ. μέγας και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Μεγαλούτσικος
2. Μεγαλύτερος
:
Μεγούσκο ’σ' τον κεμεντσ̑α̈́
(Μεγαλύτερο από την λύρα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Το μεγούσκον το φσ̑όκκο 'ενότουν γαΐλ
(Το μεγάλο το παιδί συμφώνησε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.