ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγούτσικος (επίθ.) μεγούσκου [meˈɣusku] Φάρασ. Από το επίθ. μέγας και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Μεγαλούτσικος
2. Μεγαλύτερος : Μεγούσκο ’σ' τον κεμεντσ̑α̈́ (Μεγαλύτερο από την λύρα) Φάρασ. -Ανδρ. Το μεγούσκον το φσ̑όκκο 'ενότουν γαΐλ (Το μεγάλο το παιδί συμφώνησε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.