μεϊμάνα
(επίρρ.)
μεϊμάνα
[meiˈmana]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. meymun = ευτυχής, ευδαίμων και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Άνετα, μακάρια, ευτυχισμένα
:
Nατσ̑' κάσισιζ 'ρὠ μεϊμάνα;
(Γιατί κάθησες εδώ χαλαρός και άνετος;)
Σίλ.
-Dawk.