μεκτέπι
(ουσ. ουδ.)
μεκτέπι
[mekˈtepi]
Φάρασ.
μεκτέπ'
[mekˈtep]
Σεμέντρ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. mektep = σχολείο.
Σχολείο
ό.π.τ.
:
Σου μεκτέπ' ντε με σάλ'σαν
(Δεν με έστειλαν σχολείο)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Πήιν τζαι σην Ευρώπη να σπουδάσει σο μέγα το μεκτέπι
(Πήγε και στην Ευρώπη να σπουδάσει στο μεγάλο σχολείο, δηλ. στο Πανεπιστήμιο)
Φάρασ.
-Παπαδ.