μελεφές
(ουσ. αρσ.)
μα̈λα̈φα̈́ς
[mælæˈfæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mefreş (Redhouse) = δερμάτινη θήκη για το πάπλωμα· εσφαλμένη η ετυμολόγηση από τουρκ. melefas (Αναστασιάδης 1980).
Κάλυμμα παπλώματος
Φάρασ.