μελισσάτης
(ουσ. αρσ.)
μελισσάτ'
[meliˈsat]
Φάρασ.
Πληθ.
μελισσάτοι
[meliˈsati]
Φάρασ.
Από το ουσ. μέλισσα και το παραγωγ. επίθμ. -άτης.
1. Μελισσοκόμος
2. Το πουλί μελισσοφάγος
Φάρασ.