ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέλινα (ουσ. θηλ.) μέλινα [ʹmelina] Φάρασ. Πιθ. από το αρχ. επίθ. μέλινος = σχετικός με το δέντρο μελιά. Λιγότερο πιθ. η σύναψη με το αρχ. ουσ. μελίνη = είδος κεχριού.
Είδος δέντρου : Ατζ̑εί ήσαντε ’δρα καρύδε, τζ̑αι ψεά μέλινες. Μέλινα ένι α ισούσκο ξύο (Εκεί υπήρχαν μεγάλες καρυδιές και ψηλές μελιές. Η μελιά είναι ένα ίσιο δέντρο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οι μέλινες τα πουά (Πολλές μέλινες) Φάρασ. -Ανδρ.