μελέντισμα
(ουσ. ουδ.)
μελέdισμα
[meˈledizma]
Αξ.
μεϊλέτισμα
[meiʹletizma]
Σινασσ.
μα̈λα̈́τημα
[mæˈlætima]
Φάρασ.
Από το ρ. μελεντίζω όπου και τύπ. μα̈λα̈τάω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βέλασμα
ό.π.τ.