ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέλι (ουσ. ουδ.) μέλι [ˈmeli] Αφσάρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. μέλ' [mel] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. μέλια [ˈmeʎa] Μισθ., Σινασσ. μέλιτα [ˈmelita] Ποτάμ., Σίλατ. μέλετα [ˈmeleta] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. μέλι.
1. Μέλι ό.π.τ. : Σόνα έφαε και το μέλι τ', έπια και το σ̑ερμπέτι τ' (Έπειτα έφαγε και το μέλι της, ήπιε και το κρασί της) Ουλαγ. -Dawk. Μέλια ντεν υπήρχαν τσόι (Μέλια δεν υπήρχαν τότε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κόνωσαν μας πρόσωπο με το μέλ' (Μας προσέφεραν αφρόγαλα με το μέλι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρώιξαμ' ντου μέλ' μι τ' τσερήθρα (Τρώγαμε μέλι με την κερήθρα) Μισθ. -Κοτσαν. Τον τατά μου 'γαπάγω τα μο το μέλι (Τον πατέρα μου τον αγαπώ σαν το μέλι) Φάρασ. -Ανδρ. Σον 'ναι το ζεγκίνι, σον 'ναι τα μέλετα, και μας δε μας τρανά, δε μας δίνει (Δικά σου είναι τα πλούτη, δικά σου είναι τα μέλια, κι εμάς δε μας κοιτάζει, δε μας δίνει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Το μέλι ένι ατί σ̑όνι (Το μέλι είναι άσπρο σαν το χιόνι) Φάρασ. -Ιορδαν. Έχω δύο μελίσσε, τζ̑αι πουάγω αν μπούτσ̑ι μέλι τσ̑αι γκετσ̑ινdάγω (Έχω δύο μελίσσια και πουλάω λίγο μέλι και πορεύομαι) Φάρασ. -Dawk. Αλλά το σ̑οινίκ’ ασ’ το είχε μέλ’, τα παρέα γιαπούισαν σο σ̑οινίκ’, και πήρεν dα ιμάμης (Αλλά επειδή η μεζούρα είχε μέλι, τα νομίσματα κόλλησαν στην ζυγαριά και τα πήρε ο ιμάμης) Αραβαν. -Dawk. Με φοβάσαι, έγελφη, με τὄνα μ’το κέρατο να σε φέρω μέλ’ και με τα’ άλλο μ’ βούτ’ρο (Μη φοβάσαι, αδελφή, με το ένα μου το κέρατο θα σου φέρνω μέλι και με το άλλο βούτυρο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εν ’σ’ το μέλι γλυτσ̑ύ (Είναι πιο γλυκό από το μέλι) Φάρασ. -Ανδρ. Σο 'μέλι πέσου ξείλσεν α πονdίdζι, τζαι μεις τζο τρώμ’ απ’ ατό το μέλι (Μέσα στο μέλι έπεσε ένα ποντίκι, κι εμείς δεν τρώμε απ' αυτό το μέλι) Φάρασ. -Παπαδ. Αφσ̑αρώτ' φόρτουσιν τ' άβγου του μέλι τσ̑αι πήνι σην Τσ̑αισάρα ν' dα πουλήσει (Ο Αφσαριώτης φόρτωσε το άλογό του μέλι και πήγε στην Καισάρεια να το πουλήσει) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Κόφτω το καdζ̑ί σου μο το μέλι (Κόβω τον λόγο σου με το μέλι˙ διακόπτω τον λόγο σου με ευγένεια) Φάρασ. -Αναστασ. Μελιού dου τσ̑ερί (Κερί του μελιού˙ γνήσιο κερί, μελισσοκέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ούλλα τα μελίσ̑σ̑α ντε ζάζουν μέλ' (Όλα τα μελίσσια δεν κάνουν μέλι˙ αν και υπάρχουν κοινές προϋποθέσεις δεν καταφέρνουν όλοι τα ίδια αποτελέσματα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όλα τα μελίζια αν έθιαναν μέλι ήθελαν να φκιάσουν κι οι αγρομέλ'σσες (Αν έκαναν όλα τα μελίσσια μέλι, θα έκαναν και οι άγριες μέλισσες˙ Αν και υπάρχουν κοινές προϋποθέσεις δεν καταφέρνουν όλοι τα ίδια αποτελέσματα) Σινασσ. -Αρχέλ. Το πιάν μέλ' γλείφτσ̑ει τα νταχτσ̑ύλια τ' (Όποιος πιάνει μέλι γλείφει τα δάκτυλά του˙ όποιος έχει στα χέρια του κάτι καλό, το εκμεταλλεύεται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έν ’σ’ το σ̑οκάρι τσ̑αι ’σ’ το μέλι γλυτσ̑ύ, σο ζυ τσ̑ο μπαίνει σον τσ̑αρτσ̑ί τζ̑ο πουλιέται (Είναι από την ζάχαρη και από το μέλι πιο γλυκό, στην ζυγαριά δεν μπαίνει, στην αγορά δεν πουλιέται˙ ο ύπνος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Αραβικό κόμμι (ή κόμμι ακακίας) Γούρδ.