μελισσούρα
(ουσ. θηλ.)
μελισσούρα
[meliˈsura]
Ανακ., Κίσκ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ.
μελεσσούρα
[meleˈsura]
Σίλατ.
Από το αρχ. ουσ. μέλισσα και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα. Ο τύπ. μελεσσούρα με αφομ.
Μελισσώνας, θέση στο δώμα ή εντός του στάβλου όπου στήνονται οι κυψέλες
ό.π.τ.
:
Ανέβα πάνω στο μελισσούρα να κονώεις λίγο νερό τα μελίσσια
(Ανέβα εκεί πάνω που έχουμε τις κυψέλες για να ρίξεις νερό στα μελίσσια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812