ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μελισσούρα (ουσ. θηλ.) μελισσούρα [meliˈsura] Ανακ., Κίσκ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. μελεσσούρα [meleˈsura] Σίλατ. Από το αρχ. ουσ. μέλισσα και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα. Ο τύπ. μελεσσούρα με αφομ.
Μελισσώνας, θέση στο δώμα ή εντός του στάβλου όπου στήνονται οι κυψέλες ό.π.τ. : Ανέβα πάνω στο μελισσούρα να κονώεις λίγο νερό τα μελίσσια (Ανέβα εκεί πάνω που έχουμε τις κυψέλες για να ρίξεις νερό στα μελίσσια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812