ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεμλεκέτι (ουσ. ουδ.) μεμλεκέτσι [memleˈcetsi] Σίλ. μεμλεκέτσ̑' [memleˈcetʃ] Αραβαν. μεμλεκέσ' [memleˈces] Αραβαν. μελμεκ͑έτι [memleˈkʰeti] Τσουχούρ., Φάρασ. μελμεκέτ' [melmeˈcet] Τσαρικ., Φλογ. μελμεκα̈́τι [melmeˈkæti] Αφσάρ. μελμεκιάτ' [melmeˈcat] Μισθ. Νεότ. ουσ. μεμλεκέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. memleket, όπου και διαλεκτ. τύπ. melmeket.
1. Xώρα, κράτος ό.π.τ. : Ήρτε σ’ α μεμλεκέτι 'πέσου (Έφτασε έξω από μία χώρα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βασιλεία, πατισαχλίκι
2. Πατρίδα ό.π.τ. : Πααίνουνε σο μεμλεκέτιν ντουνε (Πηγαίνουν στην πατρίδα τους) Φάρασ. -Dawk. Σο μεμλεκέτι μας, του χωρού οι παπάδες πουά γράμματα τζ̑ο κατέχκανε (Στην πατρίδα μας, οι παπάδες του χωριού δεν ήξεραν πολλά γράμματα) Φάρασ. -Παπαδ. ’ς ένα χρόνο να έρτω σο μεμλεκέτσ̑' (Σ' ένα χρόνο θα έρθω στην πατρίδα) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 637 Ατσ̑εί σο μελμεκ͑έτι τα φσ̑όκκα παραδών’καν ντα μιτσίκκα (Εκεί στην πατρίδα τα αγόρια παντρεύονταν μικρά) Τσουχούρ. -VLACH Αν Τεός φέρ’τα οργατά μας ράστι να έρτω σο μεμλεκέσ' να κάτσω ένα χρόνο ’dάμα σας να ντινλενdίσω (Αν ο Θεός ευοδώσει τις εργασίας μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ησυχάσω) Αραβαν. -Φωστ. Μεμλεκετσού μας τα γαϊντέ (Tα έθιμα της πατρίδας μας) Σίλ. -Καρίπ. Κατακώλτσαν Ρωμιούς απ' το μελμεκέτ' (Έδιωξαν τους Ρωμιούς από την πατρίδα) Τσαρικ. -Καραλ. Η επέ μου η μακαρισμέντσα ήρτιν 'σ' το μελμεκέτι τούλι, τον σερνικό του πήραν dα οi Tούρτζοι σ' εσκέρι (H γιαγιά μου η μακαρίτισσα ήρθε από την πατρίδα χήρα, τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι στο στρατό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.