μεμλεκέτι
(ουσ. ουδ.)
μεμλεκέτσι
[memleˈcetsi]
Σίλ.
μεμλεκέτσ̑'
[memleˈcetʃ]
Αραβαν.
μεμλεκέσ'
[memleˈces]
Αραβαν.
μελμεκ͑έτι
[memleˈkʰeti]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μελμεκέτ'
[melmeˈcet]
Τσαρικ., Φλογ.
μελμεκα̈́τι
[melmeˈkæti]
Αφσάρ.
μελμεκιάτ'
[melmeˈcat]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. μεμλεκέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. memleket, όπου και διαλεκτ. τύπ. melmeket.
1. Xώρα, κράτος
ό.π.τ.
:
Ήρτε σ’ α μεμλεκέτι 'πέσου
(Έφτασε έξω από μία χώρα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βασιλεία, πατισαχλίκι
2. Πατρίδα
ό.π.τ.
:
Πααίνουνε σο μεμλεκέτιν ντουνε
(Πηγαίνουν στην πατρίδα τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο μεμλεκέτι μας, του χωρού οι παπάδες πουά γράμματα τζ̑ο κατέχκανε
(Στην πατρίδα μας, οι παπάδες του χωριού δεν ήξεραν πολλά γράμματα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
’ς ένα χρόνο να έρτω σο μεμλεκέτσ̑'
(Σ' ένα χρόνο θα έρθω στην πατρίδα)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 637
Ατσ̑εί σο μελμεκ͑έτι τα φσ̑όκκα παραδών’καν ντα μιτσίκκα
(Εκεί στην πατρίδα τα αγόρια παντρεύονταν μικρά)
Τσουχούρ.
-VLACH
Αν Τεός φέρ’τα οργατά μας ράστι να έρτω σο μεμλεκέσ' να κάτσω ένα χρόνο ’dάμα σας να ντινλενdίσω
(Αν ο Θεός ευοδώσει τις εργασίας μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ησυχάσω)
Αραβαν.
-Φωστ.
Μεμλεκετσού μας τα γαϊντέ
(Tα έθιμα της πατρίδας μας)
Σίλ.
-Καρίπ.
Κατακώλτσαν Ρωμιούς απ' το μελμεκέτ'
(Έδιωξαν τους Ρωμιούς από την πατρίδα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Η επέ μου η μακαρισμέντσα ήρτιν 'σ' το μελμεκέτι τούλι, τον σερνικό του πήραν dα οi Tούρτζοι σ' εσκέρι
(H γιαγιά μου η μακαρίτισσα ήρθε από την πατρίδα χήρα, τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι στο στρατό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.