ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βασιλεία (ουσ. θηλ.) βασιλεία [vasiˈlia] Σατ., Φάρασ. βασιλειά [vasiˈʎa] Φάρασ. Αρχ. ουσ. βασιλεία. Ο τύπ. βασιλειά μεσν.
1. Βασίλειο ό.π.τ. : Ση βασιλεία του 'πέσου κορίτσε σα παλληκάρα του γκιορέ τζ̑ο βρισκούσανdε (Μέσα στο βασίλειό του δεν υπήρχαν κορίτσια ταιριαστά με τα παλληκάρια του) Σατ. -Παπαδ. Ση βασιλείαν 'πέσου αϊνής του τζ̑οὔτουν (Δεν είχε τον όμοιό του μέσα σε όλο το βασίλειο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Σαμ' α χαθώ, 'γώ μη 'πομείνει η βασιλεία μου σ̑ήρο (Όταν πεθάνω εγώ, να μην απομείνει το βασίλειό μου ορφανό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ντοβλέτι, πατισαχλίκι
2. H βασιλική εξουσία ό.π.τ. : Τζας με δώdζ̑ε μένα ο τατά μου την βασιλειά, αβουσί εγώ 'α σας τα χαρίσω (Όπως μου έδωσε εμένα ο πατέρας μου την βασιλεία, έτσι εγώ θα σας την χαρίσω = Λουκ. 22.29 Κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατὴρ μου βασιλείαν) Φάρασ. -Lag. Συνών. βασιλοσύνη
3. Η έγγαμη ζωή : || Φρ. Να μην τσερδίσεις τη βασιλεία σου (Να μη χαρείς τον γάμο σου˙ αρά) Φάρασ. -Ανδρ.