βασιλεία
(ουσ. θηλ.)
βασιλεία
[vasiˈlia]
Σατ., Φάρασ.
βασιλειά
[vasiˈʎa]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. βασιλεία. Ο τύπ. βασιλειά μεσν.
1. Βασίλειο
ό.π.τ.
:
Ση βασιλεία του 'πέσου κορίτσε σα παλληκάρα του γκιορέ τζ̑ο βρισκούσανdε
(Μέσα στο βασίλειό του δεν υπήρχαν κορίτσια ταιριαστά με τα παλληκάρια του)
Σατ.
-Παπαδ.
Ση βασιλείαν 'πέσου αϊνής του τζ̑οὔτουν
(Δεν είχε τον όμοιό του μέσα σε όλο το βασίλειο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σαμ' α χαθώ, 'γώ μη 'πομείνει η βασιλεία μου σ̑ήρο
(Όταν πεθάνω εγώ, να μην απομείνει το βασίλειό μου ορφανό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ντοβλέτι, πατισαχλίκι
2. H βασιλική εξουσία
ό.π.τ.
:
Τζας με δώdζ̑ε μένα ο τατά μου την βασιλειά, αβουσί εγώ 'α σας τα χαρίσω
(Όπως μου έδωσε εμένα ο πατέρας μου την βασιλεία, έτσι εγώ θα σας την χαρίσω = Λουκ. 22.29 Κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατὴρ μου βασιλείαν)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
βασιλοσύνη
3. Η έγγαμη ζωή
:
|| Φρ.
Να μην τσερδίσεις τη βασιλεία σου
(Να μη χαρείς τον γάμο σου˙ αρά)
Φάρασ.
-Ανδρ.