ντοβλέτι
(ουσ. ουδ.)
ντοβλέτι
[doˈvleti]
Αφσάρ.
ντοβλέτ'
[doˈvlet]
Μισθ.
ντοβλάτ
[doˈvlat]
Μισθ.
ντοβγάτι
[doˈvɣati]
Φάρασ.
τοβγκάτι
[tov'gati]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ντοβλέτι (Mackridge 2021: 43), το οπ. από το τουρκ. ουσ. devlet = α) επικράτεια β) μεγαλείο γ) ευτυχία δ) τύχη, όπου και διαλεκτ. τύπ. dovlet. Ο τύπ. ντοβγάτι με φωνηεντοποίηση του [l]. Πβ. νεότ. ουσ. δοβλέτι και δεβλέτι.
1. Βασίλειο, περιοχή εξουσίας
Φάρασ.
:
Βασιλέ μου, ο Θεός να φξήσει το ντοβγάτι σου
(Βασιλιά μου, ο Θεός να μεγαλώσει το βασίλειό σου)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βασιλεία, μεμλεκέτι, πατισαχλίκι
2. Κράτος, κρατική εξουσία
Αφσάρ., Μισθ.
:
Ντοβλέτ' ντώκαν ντα τσανdούρια
(Το κράτος τους έδωσε σκηνές, ενν. στους πρόσφυγες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Nτοβλάτ' ποίκιν ντα σπίτια μας
(Το κράτος έφτιαξε τα σπίτια μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
τουβέλι, χουκουμέτι