ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντοβλέτι (ουσ. ουδ.) ντοβλέτι [doˈvleti] Αφσάρ. ντοβλέτ' [doˈvlet] Μισθ. ντοβλάτ [doˈvlat] Μισθ. ντοβγάτι [doˈvɣati] Φάρασ. τοβγκάτι [tov'gati] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ντοβλέτι, δοβλέτι και δεβλέτι (Mackridge 2021: 43), το οπ. από το τουρκ. ουσ. devlet, όπου και διαλεκτ. τύπ. dovlet = α) επικράτεια β) μεγαλείο γ) ευτυχία δ) τύχη. Ο τύπ. ντοβγάτι με φωνηεντοποίηση του [l].
1. Βασίλειο, περιοχή εξουσίας Φάρασ. : Βασιλέ μου, ο Θεός ν' αυξήσει το ντοβγάτι σου (Βασιλιά μου, ο Θεός να μεγαλώσει το βασίλειό σου) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βασιλεία, μεμλεκέτι, πατισαχλίκι
2. Κράτος, κρατική εξουσία Αφσάρ., Μισθ. : Ντοβλέτ' ντώκαν ντα τσανdούρια (Το κράτος τους έδωσε σκηνές, ενν. στους πρόσφυγες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Nτοβλάτ' ποίκιν ντα σπίτια μας (Το κράτος έφτιαξε τα σπίτια μας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. τουβέλι, χουκουμέτι
3. Ευτυχία Φάρασ. Συνών. χαβάσι, χαβασιλίκι, χαρά