ντοβί
(ουσ. ουδ.)
ντοβί
[doˈvi]
Μαλακ.
Πληθ.
ντοβίδια
[doˈviðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. doğu ή dovu = πρόβατο ή κατσίκι με μικρά αφτιά (Redhouse).
Πρόβατο με μικρά αφτιά