ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιριλντώ (ρ.) τιριλτι-έω [tiriltiˈeo] Φάρασ. τιριλτίζω [tirilˈtizo] Αφσάρ. τιριλενdίζου [tirilenˈdizu] Φάρασ. Αόρ. ντιρίλ'σα [diˈrilsa] Τελμ. τιριλέντ'σα [tiˈriledsa] Τσουχούρ. ντιρίλτζησα [diˈrildzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. dirilmek (παλ. τουρκ. tiril-) = συνέρχομαι, αναζωογονούμαι.
Αναζωογονούμαι, ζωντανεύω ό.π.τ. : Έδεκεν ντο λίο νερό άσο φές κι έπιεν, και ντιρίλ'σεν (Του έδωσε λίγο νερό από το φέσι, και ήπιε και συνήλθε) Τελμ. -Dawk. Πασλάτ’σιν το φάημα, τιριλέντ'σιν (Άρχισε να τρώει, συνήλθε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γούλοι τους ντιρίλτζησασι, σ'κώσ'κασι ολόρτα (Όλοι τους ζωντάνεψαν, σηκώθηκαν όρθιοι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5