ντιριλντώ
(ρ.)
τιριλτι-έω
[tiriltiˈeo]
Φάρασ.
τιριλτίζω
[tirilˈtizo]
Αφσάρ.
τιριλενdίζου
[tirilenˈdizu]
Φάρασ.
Αόρ.
ντιρίλ'σα
[diˈrilsa]
Τελμ.
τιριλέντ'σα
[tiˈriledsa]
Τσουχούρ.
ντιρίλτζησα
[diˈrildzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. dirilmek (παλ. τουρκ. tiril-) = συνέρχομαι, αναζωογονούμαι.
Αναζωογονούμαι, ζωντανεύω
ό.π.τ.
:
Έδεκεν ντο λίο νερό άσο φές κι έπιεν, και ντιρίλ'σεν
(Του έδωσε λίγο νερό από το φέσι, και ήπιε και συνήλθε)
Τελμ.
-Dawk.
Πασλάτ’σιν το φάημα, τιριλέντ'σιν
(Άρχισε να τρώει, συνήλθε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Γούλοι τους ντιρίλτζησασι, σ'κώσ'κασι ολόρτα
(Όλοι τους ζωντάνεψαν, σηκώθηκαν όρθιοι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5