ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιπ (επίρρ.) ντιπ [dip] Μισθ. τζ̑ιπ [dʒip] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. dip = α) πάτος β) κώλος γ) ως διαλεκτ. σημ., πολύ. Πβ. τσιπ
1. Πάρα πολύ, εντελώς Μισθ., Σίλ. : || Φρ. Τζ̑ιπ οπ' καλού / Τζ̑ιποκαλού (Πολύ από καλό˙ Επίρρ., πολύ καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Καθόλου ό.π.τ. : Τζ̑ιπ ρε ξεβαίνου όξου (Δεν βγαίνω καθόλου έξω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τζ̑ιπ είχα νι να ειπείς, τροπιάσ̑κι άρτουπους (Ας μην το έλεγες καθόλου, ντροπιάστηκε ο άνθρωπος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 'γώ τζ̑ιπ ρε λαλώ παραμύρια, ρε ξέρου (Εγώ καθόλου δεν λέω παραμύθια, δεν ξέρω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τζ̑ιπ τα μάτσ̑α μας ρε σωρούσι απ’ τσην όμουχλα (Τα ματια μας δεν βλέπουν καθόλου από την ομίχλη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καθόλου, χιτς