ντιπ
(επίρρ.)
ντιπ
[dip]
Μισθ.
τζ̑ιπ
[dʒip]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. dip = α) πάτος β) κώλος γ) ως διαλεκτ. σημ., πολύ. Ο τύπ. τζ̑ιπ από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. cip = πολύ.
2. Καθόλου
ό.π.τ.
:
Τζ̑ιπ ρε ξεβαίνου όξου
(Δεν βγαίνω καθόλου έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τζ̑ιπ είχα νι να ειπείς, τροπιάσ̑κι άρτουπους
(Ας μην το έλεγες καθόλου, ντροπιάστηκε ο άνθρωπος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
'γώ τζ̑ιπ ρε λαλώ παραμύρια, ρε ξέρου
(Εγώ καθόλου δεν λέω παραμύθια, δεν ξέρω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
καθόλου, χιτς