ντιλσούς
(επίθ.)
ντιλσούς
[dilˈsus]
Ανακ.
Από το τουρκ. επίθ. dilsiz = αυτός που δεν μιλάει, μουγγός, όπου και παλαιότ. τουρκ. τύπ. dilsüz (Tietze 2016: λ. dilsüz).