ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιμερή (ουσ. ουδ.,πληθ.) ντιμερή [dimeˈri] Αραβαν. Από το αρχ. επίθ. διμερής (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διμερής 3). Πβ. Πόντ. διμερόθεν. Μάλλον εσφαλμένη η ετυμολ. *αντιμερί στο οικείο αμάρτυρο λ. του ΙΛΝΕ.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., οι δύο πλαϊνἐς μεριές Αραβαν. : Ντράνα σα ντιμερή (κοίταξε στα πλάγια σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντρανάτ' εμιά σα ντιμερή σας (Κοιτάξτε λίγο γύρω σας) Αραβαν. -Φωστ.