ντιμερή
(ουσ. ουδ.)
ντιμερή
[dimeˈri]
Αραβαν.
ντυομερή
[dʝomeʹri]
Αξ.
Από το αρχ. επίθ. διμερής (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διμερής 3). Πβ. Πόντ. διμερόθεν. Μάλλον εσφαλμένη η ετυμολ. *αντιμερί στο οικείο αμάρτυρο λ. του ΙΛΝΕ.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., οι δύο πλαϊνἐς μεριές
Αραβαν.
:
Ντράνα σα ντιμερή
(κοίταξε στα πλάγια σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντρανάτ' εμιά σα ντιμερή σας
(Κοιτάξτε λίγο γύρω σας)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ντρανούμ’ στα ντυομερή
(Kοιτάμε γύρω γύρω)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025