ντιλεύω (II)
(ρ.)
ντιλεύω
[diˈlevo]
Τελμ.
τιλεύω
[tiˈlevo]
Αξ., Σίλ., Φάρασ.
τιλεύου
[ti΄levu]
Σίλ.
ντιρλεύου
[dirˈlevu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. dilemek = α) επιθυμώ β) ζητώ, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Πβ.
ντιλεντίζω
1. Ζητώ
Τελμ.
:
Το κορίτσ̑' ντιλέσε ασ' σο Θεό, και γένναν λίγα σεράιγια
(Και το κορίτσι παρακάλεσε το θεό και δημιουργήθηκαν μερικά παλάτια)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
γυρεύω :2, ζητώ, ντιλεντίζω, παρακαλώ, ταρκουρώ
2. Αναζητώ, ψάχνω
Σίλ.
:
Σε υπάγου να ντιρλέψου κισμέτσ̑ι μου
(Θα πάω να αναζητήσω την μοίρα μου)
Σίλ.
-Dawk.
Τιλεύγου να τα ναύρου, ρε πούρ’σα να τα ναύρου
(Ψάχνω να τα βρω, δεν μπόρεσα να τα βρώ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Τεκά τσό ’ν’ τιλεύεις;
(Τι ψάχνεις εκεί;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Επέρασε Κωνστάντινος και Ελένη, να τιλεύγωσι το Σταυρό
(Πέρασαν ο Κωνσταντίνος και η Ελένη, να αναζητούν τον Σταυρό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Τιλεύ’, τιλεύ’, κάεται ’κεί πέρα, χ̇έκ’ τα φισ̑ένgια
(Ψάχνει, ψάχνει (τριγυρνώντας), κάθεται εκεί πέρα, βάζει τα φυσίγγια)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ανακλώθω :3, αραντίζω, γυρεύω :1, παραμυρώ :2, ταρκουρώ
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025