ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλεύω (II) (ρ.) ντιλεύω [diˈlevo] Τελμ. τιλεύω [tiˈlevo] Σίλ., Φάρασ. τιλεύου [ti΄levu] Σίλ. ντιρλεύου [dirˈlevu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. dilemek = α) επιθυμώ β) ζητώ, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Πβ. ντιλεντίζω
1. Ζητώ Τελμ. : Το κορίτσ̑' ντιλέσε ασ' σο Θεό, και γένναν λίγα σεράιγια (Και το κορίτσι παρακάλεσε το θεό και δημιουργήθηκαν λίγα παλάτια) Τελμ. -Dawk. Συνών. γυρεύω, ζητώ :1, ντιλεντίζω, παρακαλώ, ταρκουρώ
2. Αναζητώ, ψάχνω Σίλ. : Σε υπάγου να ντιρλέψου κισμέτσ̑ι μου (Θα πάω να αναζητήσω την μοίρα μου) Σίλ. -Dawk. Τιλεύγου να τα ναύρου, ρε πούρ’σα να τα ναύρου (Ψάχνω να τα βρω, δεν μπόρεσα να τα βρώ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τεκά τσό ’ν’ τιλεύεις; (Τι ψάχνεις εκεί;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Επέρασε Κωνστάντινος και Ελένη, να τιλεύγωσι το Σταυρό (Πέρασαν ο Κωνσταντίνος και η Ελένη, να αναζητούν τον Σταυρό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Συνών. ανακλώθω :3, αραντίζω, γυρεύω :1, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ