ντίλευμα
(ουσ. ουδ.)
τίλευμα
[ʹtilevma]
Φλογ.
Από το ρ. ντιλεύω (Ι), όπου και τύπ. τιλεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Εκτροφή, διατροφή, συντήρηση
:
Το τίλευμα ζόρ' ναι
(Η εκτροφή (ενός ζώου) είναι δύσκολο πράγμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811