ντίλευμα
(ουσ. ουδ.)
τίλευμα
[ˈtilevma]
Φλογ.
Από το ρ. ντιλεύω (Ι), όπου και τύπ. τιλεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 09/07/2025